- νομοφυλακικός
- νομοφῠλᾰκ-ικός, ή, όν,A observant of law,
γένος Hierocl.in CA11p.440M.
; ν. ἐπιστήμη ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γένος Hierocl.in CA11p.440M.
; ν. ἐπιστήμη ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νομοφυλακικός — νομοφυλακικός, ή, όν (Α) [νομοφύλαξ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομοφύλακα 2. αυτός που φροντίζει για την τήρηση τών νόμων, που φυλάσσει τους νόμους … Dictionary of Greek
νομοφυλακικόν — νομοφυλακικός observant of law masc acc sg νομοφυλακικός observant of law neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοφυλακικήν — νομοφυλακικός observant of law fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)